Oxford Spanish Dictionary
 
  
 boundless [αμερικ ˈbaʊn(d)ləs, βρετ ˈbaʊndləs] ΕΠΊΘ
-  boundless resources/energy
-  
-  boundless resources/energy
-  
-  boundless space/universe
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  boundless
-  
-  boundless
-  
-  boundless
 
  
  
  
 -  
-  boundless
-  
-  boundless
-  
-  boundless
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
