Oxford Spanish Dictionary
accessibility [αμερικ əkˌsɛsəˈbɪlədi, βρετ əksɛsɪˈbɪlɪti] ΟΥΣ U
1.2. accessibility (of person):
1.3. accessibility (of music, literature, art):
- accessibility
- accesibilidad θηλ
-
- accessibility
στο λεξικό PONS
accessibility [ækˌsesəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ χωρίς πλ
1. accessibility:
- accessibility
- accesibilidad θηλ
- accesibilidad θηλ
- accessibility
accessibility [æk·ˌses·ə·ˈbɪl·ə·t̬i] ΟΥΣ
1. accessibility:
- accessibility
- accesibilidad θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.