Oxford Spanish Dictionary
abusive [αμερικ əˈbjusɪv, əˈbjuzɪv, βρετ əˈbjuːsɪv] ΕΠΊΘ
- maltratador (maltratadora)
- abusive
- imprecatorio (imprecatoria)
- abusive
- injurioso (injuriosa)
- abusive
στο λεξικό PONS
abusive [əˈbju:sɪv] ΕΠΊΘ
1. abusive (language):
- abusive
-
abusive [ə·ˈbju·sɪv] ΕΠΊΘ
1. abusive (language):
- abusive
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.