Oxford Spanish Dictionary
I. Dutch [αμερικ dətʃ, βρετ dʌtʃ] ΕΠΊΘ
II. Dutch [αμερικ dətʃ, βρετ dʌtʃ] ΟΥΣ
2. Dutch (people) + pl ρήμα:
3. Dutch (wife):
στο λεξικό PONS
I. Dutch [dʌtʃ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.