στο λεξικό PONS
un·skilled ˈla·bour, αμερικ un·skilled ˈla·bor ΟΥΣ no pl
un·skilled [ʌnˈskɪld] ΕΠΊΘ
1. unskilled (not having skill):
2. unskilled (not requiring skill):
II. La·bour [ˈleɪbəʳ] βρετ ΟΥΣ modifier ΠΟΛΙΤ
La·bor [ˈleɪbəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
1. Labor αμερικ → Labour
2. Labor αυστραλ (Australian political party):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.