un·plumbed [ʌnˈplʌmd] ΕΠΊΘ
1. unplumbed (not known):
- unplumbed
-
- unplumbed mystery
-
2. unplumbed αμετάβλ (not plumbed):
- unplumbed
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.