tat·ty [ˈtæti, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ also μτφ μειωτ
1. tatty (tawdry):
- tatty
-
- tatty production of a play
-
2. tatty (showing wear):
- tatty newspaper
-
- tatty book also
-
- tatty furnishing, room
-
- tatty clothing
- zerschlissen προσδιορ
- tatty clothing
-
-
- tatty
- etw zerfleddern
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- tatty production of a play