syn·op·tic [sɪˈnɒ:ptɪk, αμερικ ˈnɑ:p] ΕΠΊΘ
1. synoptic (providing an orientation):
-  synoptic
 -  
 
-  synoptic
 -  
 
2. synoptic (comprehensive):
-  synoptic
 -  
 
3. synoptic ΘΡΗΣΚ, ΛΟΓΟΤ:
-  synoptic
 -  synoptisch ειδικ ορολ
 
Syn·op·tic ˈGos·pels ΟΥΣ πλ ΘΡΗΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.