sweet·en·er [ˈswi:tənəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. sweetener no pl (sugar substitute):
- sweetener
-
2. sweetener (sweet pill):
- sweetener
-
3. sweetener (inducement):
- sweetener
-
ˈequi·ty sweet·en·er ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- equity sweetener
-
- carbohydrate sweetener
-
- artificial sweetener
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- artificial sweetener
- carbohydrate sweetener