στο λεξικό PONS
steri·li·za·tion [ˌsterəlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -əlɪˈ-] ΟΥΣ no pl
1. sterilization (operation):
-
- Sterilisation θηλ <-, -en>
2. sterilization (making sth chemically clean):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
sterilization ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
sterilization measure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sterilisation βρετ, sterilization αμερικ [ˌsterəlaɪˈzeɪʃn] ΟΥΣ
- sterilisation
- Sterilisation
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.