spot·ty [ˈspɒti, αμερικ ˈspɑ:t̬i] ΕΠΊΘ
1. spotty βρετ, αυστραλ (pimply):
- spotty
-
2. spotty αμερικ, αυστραλ (patchy):
- spotty
- bescheiden ειρων
- clear/spotty complexion
-
-
- spotty οικ
-
- spotty βρετ
-
- βρετ a. spotty
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- clear/spotty complexion