στο λεξικό PONS
-
- hair-splitter
- Korinthenkacker(in)
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
splitter island traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
- splitter island
-
-
- splitter island
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈbeam split·ter ΟΥΣ mechatr
-
- Strahlteiler αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.