στο λεξικό PONS
self-suf·ˈfi·cient ΕΠΊΘ
Selbst·ver·sor·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
au·tark [auˈtark] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ
-
- autarkical ειδικ ορολ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
self-sufficient [ˌselfsəˈfɪʃnt]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.