στο λεξικό PONS
sa·line so·ˈlu·tion ΟΥΣ
I. sa·line [ˈseɪlaɪn, αμερικ -li:n] ΕΠΊΘ
II. sa·line [ˈseɪlaɪn, αμερικ -li:n] ΟΥΣ
- saline ΙΑΤΡ
-
so·lu·tion [səˈlu:ʃən] ΟΥΣ
3. solution (in business):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
salt solution, saline solution ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- sales warning
- saleswoman
- salience
- saliency
- salient
- saline solution
- salinisation
- salinity
- salinization
- Salishan
- saliva