I. ˈrough·shod ΕΠΊΘ
roughshod horse:
- roughshod
-
II. ˈrough·shod ΕΠΊΡΡ
-
- jdn unterdrücken [o. οικ unterbuttern]
-
- jdn unterbuttern
- jdn unterbuttern
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.