re·dun·dant [rɪˈdʌndənt] ΕΠΊΘ
1. redundant (superfluous):
- redundant
-
- redundant ΓΛΩΣΣ
- redundant
2. redundant βρετ, αυστραλ (unemployed):
3. redundant Η/Υ:
- redundant
- redundant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.