στο λεξικό PONS
quan·ti·fi·able [ˈkwɒntɪfaɪəbl̩, αμερικ ˈkwɑ:nt̬ə-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- quantifiable
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
quantifiable ΕΠΊΘ CTRL
- quantifiable
-
- quantifiable
-
-
- quantifiable
-
- quantifiable
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
quantifiable effects and associated valuations ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.