pun·dit [ˈpʌndɪt] ΟΥΣ
1. pundit ΘΡΗΣΚ (scholar):
- pundit
- Pandit αρσ <-s, -e> ειδικ ορολ (Ehrentitel indischer Gelehrter, hauptsächlich von Brahmanen geführt)
2. pundit ΟΙΚΟΝ, ΠΟΛΙΤ also μειωτ (authority):
3. pundit μειωτ (commentator):
- pundit
-
-
- armchair pundit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.