στο λεξικό PONS
plau·sibil·ity [ˌplɔ:zɪˈbɪləti, αμερικ ˌplɑ:zəˈbɪlət̬i] ΟΥΣ no pl
- plausibility
-
- plausibility
-
- plausibility of an argument
-
plau·siˈbil·ity check ΟΥΣ
- plausibility check
- Kontrollrechnung θηλ
-
- plausibility test
-
- plausibility
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
plausibility check ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- plausibility check
- Kontrollrechnung θηλ
-
- plausibility check
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.