philo·soph·ic(al) [ˌfɪləˈsɒfɪk(əl), αμερικ -ˈsɑ:f-] ΕΠΊΘ
1. philosophic(al) ΦΙΛΟΣ:
2. philosophic(al) (calm):
philo·soph·ical ˈcoun·sel·lor ΟΥΣ
- philosophical counsellor
-
philo·soph·ical ˈcoun·sel·ling ΟΥΣ
- philosophical counselling
-
-
- philosophical
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.