στο λεξικό PONS
per·ni·cious [pəˈnɪʃəs, αμερικ pɚˈ-] ΕΠΊΘ
1. pernicious τυπικ:
2. pernicious ΙΑΤΡ:
anaemia, αμερικ anemia [əˈni:miə] ΟΥΣ no pl
anemia ΟΥΣ αμερικ
anemia → anaemia
anaemia, αμερικ anemia [əˈni:miə] ΟΥΣ no pl
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
pernicious anaemia [pəˌnɪʃəsəˈniːmɪə] ΟΥΣ ΒΙΟΛ (immunogenetics)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.