στο λεξικό PONS
ˈpave·ment art·ist ΟΥΣ βρετ
pave·ment [ˈpeɪvmənt] ΟΥΣ
1. pavement βρετ (for pedestrians):
2. pavement no pl αμερικ, αυστραλ (road surface):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
pavement ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pauper
- pauperism
- pauperization
- pause
- pavan
- pavement artist
- pavement café
- pavement markings
- pave over
- pavilion
- paving