στο λεξικό PONS
fa·vor·it·ism ΟΥΣ no pl αμερικ
favoritism → favouritism
fa·vour·it·ism, αμερικ fa·vor·it·ism [ˈfeɪvərɪtɪzəm] ΟΥΣ no pl μειωτ
spir·it·ism [ˈspɪrɪtɪzəm, αμερικ -tɪ-] ΟΥΣ no pl
anti-ˈSe·mi·tism ΟΥΣ no pl
elit·ism [ɪˈli:tɪzəm, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
un-Brit·ish [ʌnˈbrɪtɪʃ] ΕΠΊΘ
I. British-Columbian [kəˈlʌmbiən] ΟΥΣ
II. British-Columbian [kəˈlʌmbiən] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
in writing phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Schriftform θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.