nut·ty [ˈnʌti, αμερικ ˈnʌt̬i] ΕΠΊΘ
1. nutty (full of nuts):
2. nutty (tasting like nuts):
- nutty taste, aroma
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.