in·su·lar [ˈɪn(t)sjələʳ, αμερικ -səlɚ, -sjə-] ΕΠΊΘ
1. insular μειωτ (parochial):
- insular
-
2. insular ΓΕΩΓΡ:
- insular
- Insel- προσδιορ
- insular
- insular τυπικ
insular ΕΠΊΘ
-
- abgeschottet μτφ
-
- insular
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.