στο λεξικό PONS
growth-ˈori·ent·ed ΕΠΊΘ αμετάβλ ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 growth-oriented ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
growth-oriented adjustment ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
 
  
 wachstumsorientiert ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Anpassung ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
