στο λεξικό PONS
fun·gible ˈgoods ΟΥΣ πλ ΕΜΠΌΡ
fun·gible [ˈfʌnʤɪbl̩] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
ˈfun·gibles ΟΥΣ πλ
1. fungibles ΕΜΠΌΡ (fungible goods):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fungible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fungible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fungible nature ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
fungicide ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.