στο λεξικό PONS
ˈdebt-col·lec·tion ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
debt-collection agent, service:
ˈdebt col·lec·tion ΟΥΣ no pl
ˈdebt col·lec·tion agen·cy ΟΥΣ
In·kas·so·ge·mein·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
debt collection ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
debt collection agency ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.