στο λεξικό PONS
ar·moury, αμερικ ar·mory [ˈɑ:məri, αμερικ ˈɑ:r-] ΟΥΣ
1. armoury (weapons stockpile, depot):
ar·mory ΟΥΣ αμερικ
armory → armoury
ar·moury, αμερικ ar·mory [ˈɑ:məri, αμερικ ˈɑ:r-] ΟΥΣ
1. armoury (weapons stockpile, depot):
ar·moury, αμερικ ar·mory [ˈɑ:məri, αμερικ ˈɑ:r-] ΟΥΣ
1. armoury (weapons stockpile, depot):
ar·mory ΟΥΣ αμερικ
armory → armoury
ar·moury, αμερικ ar·mory [ˈɑ:məri, αμερικ ˈɑ:r-] ΟΥΣ
1. armoury (weapons stockpile, depot):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- armored
- armorer
- armorial
- armory
- armour
- armoury armory
- armpit
- armrest
- arms control
- arms limitation
- arm span