ap·pel·lant [əˈpelənt] ΟΥΣ ΝΟΜ
- appellant
-
- appellant
-
- appellant
-
- appellant
- Appellant(in) αρσ (θηλ) απαρχ
- Appellant(in)
- appellant
- Berufungsführer(in)
- appellant
-
- appellant
- Revisionskläger(in)
- appellant
- Berufungskläger(in)
- appellant
-
- appellant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.