στο λεξικό PONS
I. ante·ced·ent [ˌæntɪˈsi:dənt] ΟΥΣ
1. antecedent τυπικ (forerunner):
- antecedents of a person
-
2. antecedent ΓΛΩΣΣ:
II. ante·ced·ent [ˌæntɪˈsi:dənt] ΕΠΊΘ αμετάβλ τυπικ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
antecedent valley [ˌæntɪˈsiːdntˌvæli] ΟΥΣ ΓΕΩΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.