στο λεξικό PONS
Turk·meni·stan [ˌtɜ:kmenɪˈstɑ:n, αμερικ ˌtɜ:rkmenɪˈstæn] ΟΥΣ no pl ΓΕΩΓΡ
I. Turk·men [ˈtɜ:kmen, αμερικ ˈtɜ:rk-] ΟΥΣ
2. Turkmen (language):
II. Turk·men [ˈtɜ:kmen, αμερικ ˈtɜ:rk-] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- turkey
- turkey trot
- Turkic
- Turkish
- Turkish bath
- Turkmenistans
- Turkmen manat
- turmeric
- turmoil
- turn
- turn about