Inc. ΕΠΊΘ after ουσ, αμετάβλ
Inc ΟΙΚΟΝ συντομογραφία: incorporated
in·cor·po·rat·ed [ɪnˈkɔ:pəreɪtɪd, αμερικ -ˈkɔ:rpər-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. incorporated (integrated):
2. incorporated ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.