στο λεξικό PONS
ISP [ˌaɪesˈpi:] ΟΥΣ
ISP ΔΙΑΔ συντομογραφία: internet service provider
- ISP
- ISP αρσ
Inter·net ˈser·vice pro·vid·er, ISP ΟΥΣ ΔΙΑΔ
Inter·net ˈser·vice pro·vid·er, ISP ΟΥΣ ΔΙΑΔ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ISP ΟΥΣ
ISP συντομογραφία: Internet Service Provider E-COMM
- ISP (Internet-Diensteanbieter)
- ISP αρσ
ISP 98 ΟΥΣ
ISP 98 συντομογραφία: International Standby Practices 98 ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
- ISP 98 (Richtlinien zur Handhabung von Standby-Akkreditiven)
- ISP 98 πλ
International Standby Practices ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.