Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
stimulus <pl stimuli> [βρετ ˈstɪmjʊləs, αμερικ ˈstɪmjələs] ΟΥΣ
1. stimulus ΦΥΣΙΟΛ:
- stimulus
- stimulus αρσ
2. stimulus (boost):
- stimulus μτφ
- impulsion θηλ
3. stimulus (incentive):
- stimulus μτφ
- stimulant αρσ
- the stimulus of competition
-
- stimulus
- stimulus
-
- stimulus
στο λεξικό PONS
-
- stimulus
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.