Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
prejudicial [βρετ prɛdʒʊˈdɪʃ(ə)l, αμερικ ˌprɛdʒəˈdɪʃ(ə)l] ΕΠΊΘ τυπικ
- prejudicial
- préjudiciable (to à)
στο λεξικό PONS
- préjudiciable à qn/qc
- prejudicial to sb/sth
prejudicial ΕΠΊΘ τυπικ
prejudicial effect:
- prejudicial
-
- prejudicial to sth
- préjudiciable à qc
- préjudiciable à qn/qc
- prejudicial to sb/sth
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.