Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
plastic surgeon ΟΥΣ
- plasticien (plasticienne)
-
surgeon [βρετ ˈsəːdʒ(ə)n, αμερικ ˈsərdʒən] ΟΥΣ
-
- chirurgien αρσ
I. plastic [βρετ ˈplastɪk, αμερικ ˈplæstɪk] ΟΥΣ
II. plastics ΟΥΣ
plastics ουσ πλ:
-
- plastiques αρσ πλ
III. plastic [βρετ ˈplastɪk, αμερικ ˈplæstɪk] ΕΠΊΘ
1. plastic (of or relating to plastic):
3. plastic (unnatural):
- plastic smile, world, environment
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.