Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. pent [βρετ pɛnt, αμερικ pɛnt] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
pent → pen
II. pent [βρετ pɛnt, αμερικ pɛnt] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- pent
-
I. pen [βρετ pɛn, αμερικ pɛn] ΟΥΣ
1. pen (for writing):
2. pen (enclosure):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.