Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mind-numbing ΕΠΊΘ
sclérosant (sclérosante) [skleʀozɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. sclérosant ΙΑΤΡ:
2. sclérosant μτφ mode de vie, travail:
- sclérosant (sclérosante)
-
abrutissant (abrutissante) [abʀytisɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
abrutissant(e) [abʀytisɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
abrutissant(e) [abʀytisɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.