Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. middlebrow [βρετ ˈmɪd(ə)lbraʊ, αμερικ ˈmɪdlˌbraʊ] μειωτ ΟΥΣ (person)
- middlebrow
-
II. middlebrow [βρετ ˈmɪd(ə)lbraʊ, αμερικ ˈmɪdlˌbraʊ] μειωτ ΕΠΊΘ
- middlebrow book
-
- middlebrow music, tastes
-
στο λεξικό PONS
middlebrow ΕΠΊΘ
- middlebrow programme
-
middlebrow ΕΠΊΘ
- middlebrow program
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.