Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
intolerant [βρετ ɪnˈtɒl(ə)r(ə)nt, αμερικ ˌɪnˈtɑl(ə)rənt] ΕΠΊΘ
- intolerant
- intolérant (of, towards vis-à-vis de, with envers)
- intolérant (intolérante)
- intolerant
στο λεξικό PONS
- intolérant(e)
- intolerant
- intolérant(e)
- intolerant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.