Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 impotent [βρετ ˈɪmpət(ə)nt, αμερικ ˈɪmpətnt] ΕΠΊΘ κυριολ, μτφ
-  impotent
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 impotent ΕΠΊΘ
1. impotent ΙΑΤΡ:
-  impotent
-  
2. impotent μτφ:
-  impotent
-  
 
  
 -  
-  impotent man
-  impuissant(e)
-  impotent
 
  
 impotent ΕΠΊΘ
1. impotent ΙΑΤΡ:
-  impotent
-  
2. impotent μτφ:
-  impotent
-  
 
  
 -  
-  impotent man
-  impuissant(e)
-  impotent
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
