Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
extinct [βρετ ɪkˈstɪŋkt, ɛkˈstɪŋkt, αμερικ ɪkˈstɪŋ(k)t] ΕΠΊΘ
- extinct species, animal, plant
-
- extinct custom
-
- extinct value
-
- extinct fire, volcano, emotion, passion
-
στο λεξικό PONS
-
- extinct
-
- extinct
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.