Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
escalation clause ΟΥΣ
escalation clause → escalator clause
escalator clause ΟΥΣ
clause [βρετ klɔːz, αμερικ klɔz] ΟΥΣ
1. clause ΓΛΩΣΣ:
-  
 -  proposition θηλ
 
2. clause:
-  
 -  disposition θηλ
 
escalation [βρετ ɛskəˈleɪʃ(ə)n, αμερικ ˌɛskəˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
clause [klɔ:z, αμερικ klɑ:z] ΟΥΣ
1. clause (part of sentence):
-  
 -  proposition θηλ
 
escalation [ˌeskəˈleɪʃn] ΟΥΣ
clause [klɔz] ΟΥΣ
1. clause (part of sentence):
-  
 -  proposition θηλ
 
escalation [ˌes·kə·ˈleɪ·ʃ ə n] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- eruditely
 - erudition
 - erupt
 - eruption
 - erysipelas
 - escalation clause
 - escalator
 - escalator clause
 - escalope
 - escapade
 - escape