Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
diplomatic immunity ΟΥΣ
diplomatic [βρετ dɪpləˈmatɪk, αμερικ ˌdɪpləˈmædɪk] ΕΠΊΘ
1. diplomatic ΠΟΛΙΤ:
2. diplomatic (astute):
- diplomatic person
-
- diplomatic behaviour
-
3. diplomatic (tactful):
- diplomatic remark, person
-
στο λεξικό PONS
diplomatic ΕΠΊΘ
diplomatic ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.