Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
communicative [βρετ kəˈmjuːnɪkətɪv, αμερικ kəˈmjunəˌkeɪdɪv, kəˈmjunɪkədɪv] ΕΠΊΘ
2. communicative abilities, problems, skills:
- communicative
-
3. communicative:
- communicative ΓΛΩΣΣ, ΣΧΟΛ approach, skills
-
στο λεξικό PONS
communicative [kəˈmju:nɪkətɪv, αμερικ -nəkeɪt̬ɪv] ΕΠΊΘ
- communicative
-
- communicatif (-ive)
- communicative
communicative [kə·ˈmju·nə·keɪ·t̬ɪv] ΕΠΊΘ
- communicative
-
- communicatif (-ive)
- communicative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.