Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
colourless βρετ, colorless αμερικ [βρετ ˈkʌləlɪs, αμερικ ˈkələrləs] ΕΠΊΘ
1. colourless κυριολ:
- colourless liquid, substance, gas
-
- colourless face, cheeks, hands
-
2. colourless (bland) μτφ:
- colourless personality, description, life, voice
-
στο λεξικό PONS
-
- colourless βρετ
-
- colorless αμερικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.