Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
accumulator [βρετ əˈkjuːmjʊleɪtə, αμερικ əˈkjum(j)əˌleɪdər] ΟΥΣ
1. accumulator ΗΛΕΚ:
2. accumulator ΑΘΛ (bet):
3. accumulator Η/Υ:
στο λεξικό PONS
accumulator [əˈkju:mjʊleɪtəʳ] ΟΥΣ
1. accumulator αυστραλ, βρετ (battery):
2. accumulator (bet):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- accreditation
- accretion
- accrual
- accrue
- acculturate
- accumulators
- accuracy
- accurate
- accurately
- accursed
- accusal