accreditation [βρετ əkrɛdɪˈteɪʃ(ə)n, αμερικ əˌkrɛdɪˈteɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. accreditation (of official, representative, journalist):
- accreditation
- accréditation θηλ
2. accreditation (of institution, qualification, professional):
- accreditation
- agrément αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.