Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
abstention [βρετ əbˈstɛnʃ(ə)n, αμερικ əbˈstɛn(t)ʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. abstention ΠΟΛΙΤ (from vote):
2. abstention (abstinence):
στο λεξικό PONS
abstention [əbˈstenʃn] ΟΥΣ
-
- abstention θηλ
abstention [əb·ˈstent̬·ʃ ə n] ΟΥΣ
-
- abstention θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.